- μονωδώ
- (ε) αμετ. солировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονωδώ — (Α μονῳδῶ, έω) [μονωδός] άδω μονωδία, τραγουδώ μόνος χωρίς να συνοδεύομαι από κανέναν … Dictionary of Greek
μονῳδῶ — μονῳδέω sing a monody pres subj act 1st sg (attic epic doric) μονῳδέω sing a monody pres ind act 1st sg (attic epic doric) μονῳδός singing alone masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)